γάλος

γάλος
Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος) για να διακρίνεται από ένα άλλο είδος, που συναντάται ακόμα στην Αμερική μόνο σε άγρια κατάσταση. Το πρώτο είδος ζούσε ελεύθερο σε πολυπληθή κοπάδια στις νότιες περιοχές της Βόρειας Αμερικής μέχρι τον Τροπικό του Καρκίνου. Σύχναζαν σε αραιά δάση και η τροφή τους ήταν βλαστάρια, σπόροι, φρούτα και μικρά ασπόνδυλα. Σήμερα ο γ. αυτός ζει σε άγρια κατάσταση μόνο σε μικρές ομάδες, σε απρόσιτες ζώνες, στην περιοχή της πρωταρχικής του εξάπλωσης. Ο γ. είχε εξημερωθεί από τους Αζτέκους και, μετά τον αποικισμό της Αμερικής, διαδόθηκε στην Ευρώπη και ύστερα σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου, όπου εκτρέφεται για το κρέας του. Οι ράτσες που εξημερώθηκαν διαφέρουν μεταξύ τους στο χρώμα του φτερώματος και στο βάρος, το οποίο στα αρσενικά ποικίλλει από 6 έως 15 κιλά. Τα θηλυκά διακρίνονται από τα αρσενικά από τις μικρότερες διαστάσεις τους, τη λιγότερο έντονη απόχρωση του φτερώματος και την έλλειψη του ισχυρού ατροφικού δαχτύλου στον ταρσό. Το άλλο γένος της οικογένειας αντιπροσωπεύεται από τον γ. τον οφθαλμωτό, που τώρα πια ζει σε περιορισμένο αριθμό σε άγρια κατάσταση στα ξηρά δάση της Κεντρικής Αμερικής. Διακρίνεται από το προηγούμενο είδος κυρίως από το πράσινο και γαλαζο-πρασινωπό χρώμα του φτερώματος, το οποίο στην ουρά και στα εξωτερικά φτερά έχει μεγάλα στίγματα, σχεδόν κυκλικά. Γάλος ο οφθαλμωτός, είδος με ποικιλόχρωμο φτέρωμα που ζει σε άγρια κατάσταση στην Κεντρική Αμερική. Εξημερωμένοι γάλοι· ο γάλος εξημερώθηκε από τους Αζτέκους και, μετά τον αποικισμό της Αμερικής, διαδόθηκε στην Ευρώπη και ύστερα σε όλες τις χώρες του κόσμου.
* * *
ο
διάνος, ινδική όρνιθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gallo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γάλος — ο η ινδική όρνιθα, ο διάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλήσιος — α, ο [γάλος] αυτός που ανήκει σε γαλοπούλα ή προέρχεται απ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • γαλί — το 1. μικρό γαλόπουλο 2. γαλοπούλα 3. άνθρωπος ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού γάλος*] …   Dictionary of Greek

  • γαλόπουλο — το μικρός γάλος, μικρή γαλοπούλα …   Dictionary of Greek

  • διάνος — ο (θηλ. διάνα, η) [ινδιάνος] κοινή ονομασία τού οικόσιτου πουλιού γάλος …   Dictionary of Greek

  • κούρκος — ο, θηλ. κούρκα άλλη λαϊκή ονομασία τής γαλοπούλας, αλλ. γάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. curcă < σλαβ. kurka] …   Dictionary of Greek

  • κύρκας — κύρκας, ὁ (Μ) 1. η ινδική όρνιθα, ο κούρκος, ο γάλος 2. μτφ. θωπευτική προσηγορία τών ανδρών από τις γυναίκες («οὕτω καὶ νῡν ἀνάστησον τὸν φίλτατόν μου κύρκαν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κούρκος*] …   Dictionary of Greek

  • πολύγαλος — ον Α πολυγάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γάλα (πρβλ. έγ γαλος)] …   Dictionary of Greek

  • απροσδιόριστη ανάλυση — Ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με την έρευνα των ακέραιων λύσεων ενός αλγεβρικού συστήματος από μία ή περισσότερες εξισώσεις με ακέραιους συντελεστές. Πολλά πρακτικά ζητήματα οδηγούν σε προβλήματα α.α. και αυτός είναι o λόγος που τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”